νεωτερισμός

νεωτερισμός
ο (Α νεωτερισμός) [νεωτερίζω]
1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία
νεοελλ.
1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων
2. μόδα, συρμός
3. (στο εμπόριο) νέες μορφές και νέοι τύποι αγαθών που προσφέρονται στην κατανάλωση κατά τις επιταγές τής μόδας
4. (οικον.) οι καινοτομίες στην αξιοποίηση τεχνικών και οικονομικών ιδεών και εφευρέσεων που γίνονται από επιχειρηματίες με σκοπό την αύξηση τής κατανάλωσης τών παραγόμενων ειδών και τών κερδών τους
5. φρ. «κατάστημα νεωτερισμών» — παρωχημένος όρος για εμπορικά καταστήματα ειδών μόδας
αρχ.
1. στάση, κίνημα, επανάσταση
2. μεταβολή στον τρόπο διατροφής
3. φρ. «ἔφορος επὶ τῶν νεωτερισμῶν» — τίτλος δικαστικού υπαλλήλου στη Σπάρτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεωτερισμός — attempt to change masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτερισμός — ο 1. αποδοχή νέων ιδεών, νέων συστημάτων. 2. μόδα: Έχει κατάστημα νεωτερισμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεωτερισμοῖς — νεωτερισμός attempt to change masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτερισμοῦ — νεωτερισμός attempt to change masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτερισμούς — νεωτερισμός attempt to change masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτερισμῶν — νεωτερισμός attempt to change masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτερισμῷ — νεωτερισμός attempt to change masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτερισμόν — νεωτερισμός attempt to change masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”